προκηρύξεις

προκηρύξεις
προκήρυξις
proclamation by herald
fem nom/voc pl (attic epic)
προκήρυξις
proclamation by herald
fem nom/acc pl (attic)
προκηρύσσω
proclaim by herald
aor subj act 2nd sg (epic)
προκηρύσσω
proclaim by herald
fut ind act 2nd sg
προκηρύ̱ξεις , προκηρύσσω
proclaim by herald
aor subj act 2nd sg (epic)
προκηρύ̱ξεις , προκηρύσσω
proclaim by herald
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • Αγιομαυρίτης — Με το όνομα Α. είναι γνωστός στη νεοελληνική πεζογραφία αυτός που με ζωντανή δημοτική γλώσσα απέδωσε στα ελληνικά την επαναστατική προκήρυξη των Γάλλων προς τους Επτανήσιους, όταν κατέλαβαν τα Ιόνια νησιά. Την ίδια περίοδο μετέφρασε και διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία Αθηνών — Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1926 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο, που ήδη από τον 19ο αι. είχε ανεγερθεί για τον σκοπό αυτό με δαπάνες του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα. Σκοπός της Α.Α. είναι, κατά τον ιδρυτικό νόμο,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… …   Dictionary of Greek

  • Κώπας, Γεράσιμος — (Λειβαθώ Κεφαλονιάς 1778 – Ναύπλιο 1832). Λόγιος και νομικός. Διδάχτηκε νομικά, φυσική, μαθηματικά, ναυτιλιακά και ξένες γλώσσες σε ρωσικά εκπαιδευτήρια. Μετά το τέλος των σπουδών του στη Ρωσία, κατατάχθηκε στο ρωσικό ναυτικό ως σύμβουλος του… …   Dictionary of Greek

  • Παπάς, Εμμανουήλ — (Δοβίστα 1772 – Ύδρα 1821). Έμπορος και πατριώτης από τη Δοβίστα (σημερινό Παπά) των Σερρών, μέλος της Φιλικής Εταρείας και πρωτεργάτης της επανάστασης της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους κατά το 1821 Στις αρχές ήδη του 19ου αι. έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • έντυπος — η, ο 1. ο τυπωμένος. 2. (για βιβλία, εικόνες κτλ.), που εκτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό όμοιων, αντιτύπων (σε αντιδιαστολή με το «χειρόγραφος», «δαχτυλογραφημένος» ή «πολυγραφημένος»: Οι προκηρύξεις είναι έντυπες. 3. το ουδ. ως ουσ., έντυπο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκήρυξη — η 1. γνωστοποίηση, αγγελία: Προκήρυξη δημοπρασίας. 2. έντυπο δημοσίευμα πολιτικής ή άλλης οργάνωσης: Στη συγκέντρωση κυκλοφόρησαν προκηρύξεις επαναστατικού περιεχομένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”